- λυμαινομένην
- λῡμαινομένην , λυμαίνομαιcleanse from dirtpres part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гыбноути — ГЫБН|ОУТИ (12), ОУ, ЕТЬ гл. Гибнуть, погибать: севирѹ же извѣстѹющю забъвениѥ. мы отъдамъ рекъша. ˫ако таина˫а вѣда˫аи. не прѣзьрить своѥ˫а цр҃къве. отъ таковааго гыбнѹщю. творѩщюю бо неправьдьно искони. (λυμαινομένην) КЕ XII, 184б; не презри… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek